- διανυκτέρευσις
- δια-νυκτέρευσις, ἡ, das Durchnachten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διανυκτέρευση — η (Α διανυκτέρευσις, εως) [διανυκτερεύω] 1. ολονύκτια παραμονή σε ένα μέρος 2. ολονύκτια αγρυπνία, ξενύχτι, νυχτέρι … Dictionary of Greek